υδροστάθμη — η, Ν 1. η στάθμη του περιεχόμενου νερού σε δοχείο, λέβητα, δεξαμενή κ.ά. 2. φυσ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων υγρού που βρίσκεται σε ισορροπία και στα οποία ασκείται η ίδια πίεση 3. μικρός εξωτερικός γυάλινος σωλήνας που δείχνει τη στάθμη τού… … Dictionary of Greek
νεροζύγι — το υδροχωροστάθμη, υδροστάθμη … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροστάτης — ο / ὑδροστάτης, ΝΑ τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων τού εδάφους, αλλ. υδροστάθμη μσν. είδος πυροσβεστικής αντλίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υδροσταθμητής — ο, Ν ειδικός που με τη χρήση υδροστάθμης εκτελεί χωροσταθμικές παρατηρήσεις για την εξακρίβωση τού ύψους τών ανωμαλιών ορισμένων σημείων τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροστάθμη + επίθημα τής] … Dictionary of Greek
υδροχωροστάθμη — η, Ν η τοπογραφική υδροστάθμη, ο υδροστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χωροστάθμη] … Dictionary of Greek
υδροστάτης — ο η υδροστάθμη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)